κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… … Dictionary of Greek
κομπωσία — κομπωσία, ἡ (Μ) [κομπώνω] απάτη … Dictionary of Greek
κομπωτής — ο (Μ κομπωτής, θηλ. κομπώτρα) [κομπώνω] απατεώνας, πλανευτής … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κόμπωμα — το (Μ κόμπωμα και κόμπωμαν) [κομπώνω] 1. απάτη, πλάνεμα 2. πονηριά, τέχνασμα … Dictionary of Greek
κόμπωσις — κόμπωσις, ἡ (Μ) [κομπώνω] εξαπάτηση … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ξανακομπώνω — (Μ) εξαπατώ ξανά, ξεγελώ πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + κομπώνω «εξαπατώ, ξεγελώ»] … Dictionary of Greek