κομπώνω

κομπώνω
(Μ κομπώνω)
1. εξαπατώ, ξεγελώ («καὶ τώρα τὸν ἐμπόδισε κι' εὑρέθη κομπωμένος», Χρον. Moρ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κομπωμένος, -η, -ο
α) ψεύτικος, απατηλός
β) φαντασμένος, επηρμένος
μσν.
δένω κάποιον με μάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κομβῶ, -όω ή κομβώνω «περιγελώ» με κλειστοποίηση (τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος -μβ- σε -μπ-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… …   Dictionary of Greek

  • κομπωσία — κομπωσία, ἡ (Μ) [κομπώνω] απάτη …   Dictionary of Greek

  • κομπωτής — ο (Μ κομπωτής, θηλ. κομπώτρα) [κομπώνω] απατεώνας, πλανευτής …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κόμπωμα — το (Μ κόμπωμα και κόμπωμαν) [κομπώνω] 1. απάτη, πλάνεμα 2. πονηριά, τέχνασμα …   Dictionary of Greek

  • κόμπωσις — κόμπωσις, ἡ (Μ) [κομπώνω] εξαπάτηση …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • ξανακομπώνω — (Μ) εξαπατώ ξανά, ξεγελώ πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + κομπώνω «εξαπατώ, ξεγελώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”